Categories
My thoughts

Η πιο τρελή ιστορία της ζωής μου

Η ιστορία που θα διαβάσεις παρακάτω είναι από αυτές που θα τις λέω στα εγγόνια μου για να νομίζουν ότι ο παππούς τους είναι ένας ατρόμητος, γενναίος και περιπετειώδης τυπάς. Επειδή όμως μέχρι αυτή τη στιγμή θα περάσουν πολλά χρόνια αποφάσισα να τη γράψω για να μην την ξεχάσω.

Πριν από περίπου 5 χρόνια δούλευα σε έναν ΜΚΟ, στην Αθήνα που λέγετε AIESEC. Εκεί είχα την ευκαιρία από το τρίτο έτος της σχολής μου να αναλάβω πολύ σημαντικά καθήκοντα στη διοίκηση του οργανισμού, να γνωρίσω εξαιρετικούς ανθρώπους και να κάνω μακρινά ταξίδια.

Σε ένα από αυτά τα ταξίδια που έκανα με την AIESEC ήταν κι αυτό στη Ρουμανία, στο συνέδριο EuroXpro, όπου μαζεύονται καμιά 250αριά φοιτητές απ’ όλη την Ευρώπη, μέλη του οργανισμού, για να μάθουν και να μοιραστούν γνώσεις ενόψει της χρονιάς που ξεκινάει. Εκεί δεν πήγα μόνος αλλά με άλλα 11 άτομα από την Ελλάδα με τα οποία θα συνεργαζόμουν για το υπόλοιπο της χρονιάς. Οι μέρες πέρασαν πολύ ευχάριστα αλλά και γρήγορα και η μέρα που έπρεπε να γυρίσουμε στην Ελλάδα δεν άργησε, αν και εμένα αυτή η μέρα της επιστροφής μου φάνηκε σαν αιώνας.

Ήταν τέλη Μαρτίου, η ώρα είχε πάει 12 ή μία αν δεν κάνω λάθος και ήμασταν στον σταθμό των τρένων στο Βουκουρέστι, το τρένο που θα μας πήγαινε Θεσσαλονίκη ήταν ήδη εκεί και τα πράγματά μας ήταν ήδη στο βαγόνι. Ένας Ιταλός φίλος μου, που γνώρισα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μου ζήτησε να του κάνω μία χάρη: να ανεβάσω ένα βιντεάκι στο youtube για να το στείλει στους φίλους του. Είμαι γκατζετάκιας και συνήθως για τέτοιες χαμαλοδουλειές είμαι ο πρώτος τον οποίο θα ρωτήσει κάποιος φίλος μου. Δεν αρνήθηκα. Κάτσαμε μαζί δίπλα στα KFC, απ’ όπου κλέβαμε ίντερνετ, και περιμέναμε να ανέβει το βιντεάκι του. Το τρένο έφευγε σε μία ώρα. Το youtube έλεγε ότι το βίντεο θα ανέβει σε 55 λεπτά. Είχα 5 λεπτά για να διασχίσω μία απόσταση 100 μέτρων για να φτάσω στο τρένο.

Όση ώρα περιμέναμε να ανέβει το βιντεάκι με τον Αλεσάντρο θυμόμασταν στιγμές από το συνέδριο, λέγαμε τα όνειρά μας για τη χρονιά που έρχεται και απολαμβάναμε κάθε λεπτό χωρίς να σκεφτόμαστε κάτι άλλο. Τα 55 λεπτά πέρασαν, το βίντεο ανέβηκε, χαιρέτησα τον Αλεσάντρο, που έφυγε και εγώ άρχισα να τρέχω προς το τρένο. Και κάπου εδώ ξεκινάει η περιπέτεια! Το τρένο είχε πάρει μπρος και αργά αλλά σταθερά επιτάχυνε. Εγώ έτρεχα προς την πλατφόρμα για να το προλάβω φωνάζοντάς το να σταματήσει. Μάταια. Όσο γρήγορα και να έτρεχα έφτασα μισό μέτρο μακριά απ’ το τρένο αλλά δεν το πρόφτασα.

Άρχισα να κλαίω, να βρίζω στα Ελληνικά και να πανικοβάλλομαι. Είχα πάνω μου 10€, ένα burger από τα McDonalds, έναν υπολογιστή ένα τετράδιο, ένα κινητό με 0% μπαταρία και ένα εισιτήριο Balkan Express. Οι φίλοι μου ήταν στο τρένο που έφυγε, λογικά θα είχαν αγχωθεί κι αυτοί που δεν ήμουν στο τρένο όταν έφυγε κι εγώ δεν ήξερα τι να κάνω.

Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό, και το οποίο τελικά έκανα, ήταν να πάρω ένα ταξί  για να πάω στον επόμενο σταθμό τρένων όπου θα σταματούσε το δικό μου, για να το προλάβω. Μπήκα σε ένα ταξί χωρίς δεύτερη σκέψη και προσπάθησα να εξηγήσω τι συμβαίνει. Ο ταξιτζής μιλούσε σπαστά αγγλικά, ανάθεμα αν καταλάβαινε τι του έλεγα όμως μετά από 10 λεπτά συνεννόησης μου εξήγησε.

– Next station train two hours. Next station taxi one hour. OK?

– OK!!! Απάντησα κι εγώ ανακουφισμένος και άρχισα να πλανάρω τα επόμενα βήματά μου.

Πως θα τον πληρώσω; Έχω μόνο 10€ πάνω μου. Πως θα μιλήσω με τα παιδιά στο τρένο για να μάθω που είναι; Θα προλάβω; Ευτυχώς έχω και ένα burger γιατί πεινάω απίστευτα!

Στη διαδρομή ο ταξιτζής άρχισε να με ρωτάει πως θα τον πληρώσω. Σκέφτηκα ότι το πιο απλό θα ήταν απλά να μπω στο τρένο, να ζητήσω λεφτά από τους φίλους μου και όλα θα πήγαιναν καλά. Ο ταξιτζής συμφώνησε. Όλα φαίνεται ότι πήγαιναν σύμφωνα με το πλάνο. Μάλιστα ο ταξιτζής προσφέρθηκε να μου δώσει το κινητό του για να πάρω τηλέφωνο, αφού στο δικό μου είχε τελειώσει η μπαταρία.

Ο ταξιτζής δε φαινόταν πολύ σίγουρος για το που πήγαινε. Έπαιρνε συχνά συναδέλφους του και μιλούσε στα Ρουμάνικα, μετά έβαζε πράγματα στο GPS και συνέχιζε το δρόμο του. Πήγαινε κάπως αργά. Βασικά πολύ αργά. 80 στην Εθνική οδό. Του έκανα «παρατήρηση» 5-6 φορές ότι δε θα προλάβουμε αν πάει τόσο αργά αλλά αυτός μου έλεγε συνέχεια «Κάλμα, κάλμα, train 2 hours, taxi 1 hour». Δεν μπορούσα να του πω κάτι, έτσι κι αλλιώς ήμουν ξένος στη χώρα του. Μετά από μισή ώρα ταξίδι στρίψαμε σε κάτι χωματόδρομους. Περάσαμε από κάτι χωριά. Σταματήσαμε κανά δεκάλεπτο για να φύγουν κάτι αγελάδες που είχαν κάτσει στη μέση του δρόμου. Ο χρόνος μου όλο και λιγόστευε. Είχαν περάσει 50 λεπτά και είχαμε ακόμα τουλάχιστον 20 λεπτά δρόμου. Μετά από λίγο κατάλαβα ότι ο ταξιτζής σίγουρα δεν ήξερε που πάμε. Σταμάτησε 2-3 φορές στα χωριά για να ρωτήσει για οδηγίες. Τη μια φορά τον έστειλαν δεξιά την άλλη αριστερά και ο σταθμός των τρένων δε φαινόταν ακόμα στον ορίζοντα. 1:25 από τη στιγμή που είχαμε φύγει από το Βουκουρέστι κι ακόμα δεν είχαμε φτάσει, είχα όμως την παρηγοριά ότι το τρένο θα φτάσει σε 35 λεπτά και θα κάνει τουλάχιστον 5 λεπτά στάση, οπότε θα προλάβαινα.

Επιτέλους, ο φτάσαμε στο σταθμό. Πήδηξα από το ταξί, μαζί και ο ταξιτζής που φοβόταν ότι δε θα τον πληρώσω, και έτρεξα προς τη ρεσεψιόν για να ρωτήσω τι ώρα έρχεται το τρένο. Φτάνω και η κυρία στο ταμείο μου λέει

Train to Greece left. 10 minutes ago.

Εκεί για πρώτη φορά άρχισε να με πιάνει κρύος ιδρώτας. Δεν είχα προλάβει το τρένο. Δεν είχα λεφτά. Ο ταρίφας με κοίταζε και στα μάτια του έβλεπε $$$. Και ήμασταν στη μέση του πουθενά.

Μου ήρθε ξανά μία ιδέα, την οποία προφανώς και έβαλα σε πράξη αμέσως. Είπα στον ταξιτζή να φύγουμε αμέσως για τα σύνορα για να προλάβω το τρένο εκεί. Συνήθως κάνουν στάση μία με δύο ώρες εκεί τα τρένα για ελέγχους και διάφορα τέτοια. Είχα ακόμα ελπίδες.

Ο ταρίφας που κατάλαβε ότι θα πάρει τα διπλάσια λεφτά δεν το πολυσκέφτηκε και ξεκίνησε. Φύγαμε για τα σύνορα Ρουμανίας – Βουλγαρίας. Αυτή τη φορά δεν ήμουν τόσο ήρεμος, προσπάθησα να πάρω τηλέφωνο τα παιδιά που ήταν στο τρένο. Μίλησα 30-40 δευτερόλεπτα προσπαθώντας να εξηγήσω ότι θέλω να τους προλάβω στα σύνορα αλλά κάπου εκεί τελείωσε η κάρτα μου που ήταν ο τελευταίος τρόπος που είχα να επικοινωνήσω με οποιονδήποτε. Είχα απίστευτα νεύρα με τον ταξιτζή που μου έταξε να προλάβουμε το τρένο αλλά δεν το έκανε, με εμένα που τόσο επιπόλαια έφυγα από το Βουκουρέστι για να προλάβω το τρένο, ενώ μπορούσα να κάτσω εκεί και να ζητήσω βοήθεια, και είχα αρχίσει να αγχώνομαι μήπως τελικά δεν τα καταφέρω. Ο ταξιτζής το κατάλαβε ότι δεν ήμουν καλά και άρχισε να αγχώνεται κι αυτός μήπως δεν πάρει τα λεφτά.

Στα μισά του δρόμου, στην τελευταία πόλη πριν τα σύνορα ο ταξιτζής άλλαξε στάση. Άρχισε να μου ζητάει τα λεφτά του, η ταρίφα είχε δείξει 60-70€, και απαιτούσε να του τα δώσω πριν με αφήσει στα σύνορα γιατί αλλιώς θα με πήγαινε στην αστυνομία. ΑΓΧΟΣ! Λεφτά δεν είχα, όμως στο πορτοφόλι μου πέρα από το εισιτήριο Balkan Express είχα και μία pre-paid κάρτα της Eurobank, η οποία είχε μέσα 20-30€. Μου ήρθε ξανά μία ιδέα, την οποία και εφάρμοσα, μήπως και καταφέρω να φτάσω στην ώρα μου στα σύνορα.

Είπα στον ταξιτζή ότι έχω μία κάρτα που έχει στον λογαριασμό της 100€. Θα του την έδινα αν πήγαινε όσο πιο γρήγορα γίνεται στα σύνορα. Ήλπιζα ότι το κόλπο θα πετύχει. Του έδειξα την κάρτα. Ο ταξιτζής σταμάτησε το αυτοκίνητο, κοίταξε την κάρτα, το σκέφτηκε και μου ζήτησε να πάω με αυτή την κάρτα να βγάλω τα χρήματα, και η βλακεία είναι ότι αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Για καλή μου τύχη η Eurobank έχει υποκαταστήματα στη Ρουμανία με το όνομα Postbank και προσπάθησα να εξηγήσω στον ταξιτζή ότι μπορώ να βγάλω λεφτά μόνο από ‘κει. Έτσι ξεκινήσαμε γύρους μέσα στην πόλη για να βρούμε ΑΤΜ, την ώρα που εγώ από μέσα μου ευχόμουν να μην το βρούμε ποτέ. Και το σύμπαν συνομώτησε υπέρ μου. ΑΤΜ δεν βρέθηκε, εγώ άρχισα να παραπονιέμαι ότι αργούμε και ο ταξιτζής λύγισε. Με ρώτησε με σπαστά αγγλικά και λίγα ελληνικά.

100 euro in card for me? Sigoura?

– Σίγουρα, σίγουρα.

– Sigoura?

– Σίγουρα!!!

– Say to god!

– Σίγουρα! Σίγουρα…

Μετά από 15 λεπτά βρισκόμασταν στα σύνορα. Κατέβηκα από το ταξί. Χαιρέτησα τον ταξιτζή και πήγα στο booth όπου καθόταν ο τελωνειακός. Του έδειξα την ταυτότητά μου και πέρασα. Ήμουν τώρα ανάμεσα σε δύο χώρες, σε μία γέφυρα πάνω από τον μεγαλύτερο ποταμό των Βαλκανίων. Έπρεπε να περπατήσω περίπου 3 χιλιόμετρα για να φτάσω στα σύνορα της Βουλγαρίας. Μία νταλίκα σταμάτησε δίπλα μου και ο γέρος που καθόταν μέσα μου έκανε νόημα να ανέβω. Ανέβηκα, αντάλλαξα δυο κουβέντες με τον γέρο μέχρι να φτάσουμε στην άλλη άκρη. Ο ίδιος προσφέρθηκε να με πάει στη Σόφια την επόμενη μέρα το πρωί. Η ώρα είχε πάει ήδη 4 κι εγώ δεν είχα χρόνο για χάσιμο. Μόλις φτάσαμε, τον ευχαρίστησα, κατέβηκα και ξεκίνησα να φτιάχνω το επόμενο σχέδιό μου.

Τώρα δεν είχα πια ελπίδες να προλάβω το τρένο, ήξερα ότι είχε φύγει μισή ώρα νωρίτερα και δε θα το προλάβαινα πια. Σκέφτηκα πως η μόνη λύση είναι να κάνω  autostop για να φτάσω στην Ελλάδα. Έκατσα 50 μέτρα μακριά από το τελωνείο, σε μία γωνία, απ’ όπου περνούσαν όλα τα αυτοκίνητα που περνούσαν τα σύνορα. Σκέφτηκα ότι κάποιο λεωφορείο θα περάσει με κατεύθυνση την Ελλάδα οπότε αν τους παρακαλέσω θα καταφέρω να φτάσω κάποια στιγμή στη Θεσσαλονίκη.

Έβγαλα το τετράδιό μου, το στυλό μου, έγραψα με μεγάλα γράμματα «GREECE» και περίμενα κρατώντας το τετράδιο στα χέρια μου. Έτσι πέρασε μία ώρα χωρίς να το καταλάβω. Δίπλα μου ήταν τέσσερα άτομα που έκαναν συνάλλαγμα. Μαφιόζικες φάτσες. Μετά από κάποια ώρα κατάλαβα ότι μιλάνε για μένα και σκέφτηκα ότι δε θα ‘ναι για καλό. Ευτυχώς τους άκουσα να μιλάνε και στα Ρώσικα. Αυτή ήταν η ευκαιρία μου. Άρχισα να μιλάω κι εγώ στα ρώσικα με τους τέσσερις κυρίους να ξαφνιάζονται. Πιάσαμε κουβέντα και προσφέρθηκαν ακόμα και να με πάνε στη Θεσσαλονίκη μέσα σε 5-6 ώρες αν τους έδινα 100€. Σαφέστατα η απάντησή μου ήταν αρνητική. Ακόμα και να είχα 100€ δε θα είχα καμία εμπιστοσύνη κανέναν από αυτούς. Η ώρα άρχισε να περνάει και ξαφνικά ένα λεωφορείο με ταμπέλα «SALONICA» φάνηκε να περνάει τα σύνορα. Βγήκα στο δρόμο φωνάζοντας από τη χαρά, έκανα νοήματα στο λεωφορείο να σταματήσει αλλά μάταιος κόπος. Όχι απλά δεν σταμάτησε αλλά παραλίγο να με πατήσει κιόλας. Δεν πτοήθηκα. Το επόμενο, σκέφτηκα.

Μετά από 15 λεπτά είδα ένα αυτοκίνητο με Ελληνικές πινακίδες. Εκεί να δεις χαρά. Πάλι το ίδιο σκηνικό. Χοροπηδάω και φωνάζω στη μέση του δρόμου. Το αυτοκίνητο αυτή τη φορά σταματάει. Ρωτάω τον άντρα που είναι μέσα αν πάει Θεσσαλονίκη, μου απαντάει στα Ελληνικά ότι μένει στη Βουλγαρία και μάλιστα δύο στενά παρακάτω. Απογοήτευση και πάλι.

Άρχισα να απογοητεύομαι τόσο πολύ που σκέφτηκα να αλλάξω το «GREECE» σε «SOFIA» μπας και καταφέρω να φύγω από τα σύνορα πριν αρχίσει να νυχτώνει.

Αυτή τη φορά το σχέδιο πήγε καλά. Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει, εγώ είχα αρχίσει να κρυώνω γιατί είχε ψύχρα, και ξαφνικά ένα κόκκινο SEAT Leon σταμάτησε μπροστά μου. Ένα νεαρό παλικάρι μου έκανε νόημα να κάτσω στο αυτοκίνητο. Πήγαινε Σόφια και μπορούσε να με πετάξει.

Επιτέλους κάτι πήγε καλά.

Το σκέφτηκα 2 δευτερόλεπτα και έκαψα στη θέση του συνοδηγού. Συστηθήκαμε. To όνομά του είναι Andrian. Άρχισα να του λέω την ιστορία για το πως έφτασα να κάνω auto-stop, φάνηκε να την απολαμβάνει. Άρχισε να μου λέει κι αυτός ιστορίες. Αρχίσαμε να μιλάμε για τη ζωή και μου είπε από τις πιο τρελές ιστορίες που έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου. Για το πως παραλίγο να πεθάνει 3 φορές στη ζωή του, για τα ταξίδια τους στις Φιλιππίνες, τον έρωτα της ζωής του που γνώρισε εκεί, το πως ήθελε να την παντρευτεί αλλά οι γονείς της δεν την άφηναν με τίποτα, για το πως το έριξε στα ναρκωτικά και τις τάσεις αυτοκτονίας που είχε μετά από τον χωρισμό του και πως τελικά αποφάσισε να ζήσει τη ζωή λες και η κάθε μέρα ήταν η τελευταία του. Τώρα μπορεί να μην τα θυμάμαι 100% σωστά, αλλά πιάσατε το νόημα των συζητήσεών μας.

Ο Adrian πήγαινε στη Σόφια για επαγγελματικό ταξίδι, ήταν πωλητής σε εταιρία που παρήγαγε ρύζι και ήθελε να κάνει ένα μεγάλο deal με εργοστάσιο στη Σόφια. Είχε ένα smartphone που του είχε δώσει η εταιρία του, που δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου μέχρι τότε. Μετά από μιάμιση ώρα ταξιδιού στο αμάξι κι ο δρόμος μας πήγαινε ανάμεσα σε πεδιάδες ο ουρανός άρχισε να γίνεται κόκκινος. Ο ήλιος έδυε και ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβλεπα ένα τέτοιο χρώμα στον ουρανό. Είπα στον Adrian.

– That’s the most beautiful sunset I’ve ever seen in my life

– Awesome man. Let’s stop to enjoy the view. I want to have a cigarette too.

Σταμάτησε την άκρη και όσο αυτός έκανε τσιγάρο εγώ έστησα τον υπολογιστή μου στην οροφή του αυτοκινήτου, εστίασα στον ήλιο, ζούμαρα όσο γινόταν, έβαλα αντίστροφη μέτρηση και χώθηκα στο πλάνο. Το αποτέλεσμα είναι η παρακάτω φωτογραφία.

most beautiful sunset I've ever seen

Ο Adrian τελείωσε το τσιγάρο του, εγώ είχα απολαύσει τη θέα και ήταν η ώρα να ξεκινήσουμε πάλι. Μέσα σε λίγα λεπτά ο ήλιος χάθηκε και άρχισε να απλώνεται το σκοτάδι. Είχα ήδη ξεχάσει ότι υπήρχε ένα τρένο το οποίο έχασα, τον ταξιτζή που με έκανε βόλτες σε όλη τη Ρουμανία και σκεφτόμουν μόνο τη διαδρομή. Στο επόμενο χωριό που μπήκαμε (με 120 χμ/ώρα) μας σταμάτησαν αστυνομικοί. Ο Adrian αριστοτεχνικά τους έδωσε ένα 10€ και μας άφησαν να φύγουμε σα να μην έγινε τίποτα. Κάναμε τότε και μία στάση για φαγητό, red bull και εφόδια για το υπόλοιπο του ταξιδιού. Ήμασταν μισή ώρα μακριά από τη Σόφια και ο Adrian προσφέρθηκε να μου πληρώσει ξενοδοχείο για να περάσω τη νύχτα. Τότε σκέφτηκαν ότι είχα ακόμα το εισιτήριο Balkan Express και ότι μπορούσα να πάρω οποιοδήποτε τρένο από τη Σόφια που πήγαινε Θεσσαλονίκη, που εκείνη την εποχή υπήρχαν 2-3 τη μέρα.

Του ζήτησα να με πάει στο σταθμό όπως και έγινε. Αλλά πριν φτάσουμε πήρα τηλέφωνο την Έλενα, από το κινητό του Adrian, για να δω που βρίσκονται. Η χαρά που άκουσα στην άλλη μεριά του ακουστικού δεν περιγράφεται. Η Έλενα δεν ήταν σίγουρη που βρισκόταν το τρένο, όμως ήταν ανακουφισμένη που άκουσε ότι είμαι καλά.

Φτάσαμε στον Σταθμό. Ήταν η ώρα του αποχαιρετισμού. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και δώσαμε υπόσχεση να ξαναβρεθούμε.

Μπήκα στον σταθμό των τρένων και άρχισα να ψάχνω πότε έρχεται το επόμενο για Θεσσαλονίκη. Μέχρι να καταλάβω ότι η Θεσσαλονίκη είναι το «Solun» ή κάπως έτσι μου πήρε αρκετή ώρα. Το πρόγραμμα έλεγε ότι το επόμενο τρένο έρχεται σε μιάμιση ώρα. Δεν είχα να κάνω κάτι άλλο παρά να περιμένω. Έκανα βόλτες, έπαιξα Mario Kart στον υπολογιστή μου και επιτέλους έφτασε η στιγμή της ανακοίνωσης.

«The train for Solun is on the platform 3»

Έφτασα στην πλατφόρμα και είδα από το βαγόνι να κρέμονται οι φίλοι μου! Ακολούθησαν φωνές, γέλια και κλάματα.

Είχα φτάσει στον στόχο μου 🙂

Ήμασταν όλοι μαζί στο τρένο της επιστροφής

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *